- ἴθυνα
- ἴ̱θῡνα , ἰθύνωmake straightaor ind act 1st sg (epic ionic)ἴ̱θῡνα , ἰθύνωmake straightaor ind act 1st sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίθυνα — ἴθυνα, ἡ (Α) ποινή, πρόστιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω αντίστοιχος τ. τού εὔθυνα (βλ. ευθύνη)] … Dictionary of Greek